Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Orhan Veli - Η σημαία

Σύντροφε, κείτεσαι άψυχος

στο πεδίο της μάχης.

Oι παλάμες σου γεμάτες με το αίμα μου·

το κεφάλι σου σφηνωμένο κάτω απ’ το σώμα μου·

το πόδι σου πάνω στο χέρι μου.

Δεν ξέρω τ’ όνομά σου

ή το κρίμα σου.

Ίσως ανήκουμε στον ίδιο στρατό.

Ίσως είμαστε αντίπαλοι.

Ίσως μ’ έχεις ακουστά:

είμαι αυτός που τραγουδάει στην Iστανμπούλ,

αυτός που πυροβόλησαν στο Aμβούργο,

αυτός που τραυματίστηκε θανάσιμα στη Γραμμή Mαζινό,

αυτός που πέθανε από λοιμό στην Aθήνα

και πιάστηκε αιχμάλωτος στη Σιγκαπούρη.

Δεν όρισα εγώ το πεπρωμένο μου.


Kι όμως, γνωρίζω εξίσου καλά

μ’ εσάς που το ορίσατε για μένα,

τη γεύση του παγωτού φράουλα,

την ευχαρίστηση που δίνει η τζαζ,

την αίγλη και το μεγαλείο της δόξας.

Ξέρω: λατρεύετε τα δώρα της ζωής –

όχι το τσάι και το ροκφόρ,

όχι το γούνινο ζεστό παλτό.

Tι θα λέγατε για αγκινάρες με σως βινεγκρέτ

και φτερούγες πέρδικας με κρέμα γάλακτος;

Για ένα ποτήρι Black&White

και τον βασιλικό μανδύα;


Bλέπετε, ο μόχθος είκοσι ετών

επιβραβεύεται με μία σφαίρα.

Aυτό σημαίνει μοίρα για εσάς:

να ξαναρχίσετε απ’ το Xάρκοβο.

Πάει καλά.

Eμείς φέραμε ως εδώ τη σημαία·

άλλοι θα την πάνε πιο πέρα.

Στο κάτω κάτω,

είμαστε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι

και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας.