Σκουλήκι
Τώρα πια κι η όψη η δικιά μου κίτρινη
η φλέβα δεν κυκλοφορεί το αίμα μου
σε καμιά ακτή δεν με βγάζουν
της Σεχραζάτ τα παραμύθια
Δεν καταλαβαίνω απʼ τη γλώσσα, πια
της ομορφιάς που αγκαλιάζει τη νύχτα
το μέσα μου βαθύ, τυφλό πηγάδι
δεν περιμένει τίποτε, από μένα, πια
να σωπάσω θέλω, να σωπάσω σήμερα
να σωπάσω, χωρίς καθόλου αγωνία
ένα μεγάλο πουλί κατεβαίνει απ τον ουρανό.
Σιγή κείνο που βλέπεις να κατεβαίνει
Η μουριά στη μέση του κήπου μου
δεν ταϊζει πια τους μεταξοσκώληκες.
Στο κεφάλι μου προσγειώθηκε η αιώνια σιγή.
Η μέρα δε θέλει να ξαναγεννηθεί
Αν κι έχω γίνει κώλος και βρακί με το πουλί
υπάρχει ένα σκουλήκι που τρώει το μυαλό μου.
Θέλω να καταλάβω τι κάνει.
Το πανί, όταν ταδειάζει ο αέρας.