«[...] Τὸ νησὶ μὲ τοὺς γκρεμοὺς καὶ τὰ μεγάλα μυτερὰ βράχια, τὰ βουνὰ τὰ ἀπάτητα, τά ἄγρια κατατόπια, τὶς ἔρημες ἀκρογιαλιές, τὶς σπηλιές, τὶς βαθιὲς ρεματαριές, τὶς κακὲς πλαγιὲς καὶ ράχες, τὰ γίδια καὶ τὰ ἀγριοκάτσικα πηδώντας στὰ κατσάβραχα, τὰ ἀγριεμένα ἄλογα καὶ δέντρα, τοὺς σκλάβους ἀνθρώπους, τὸ ψῆλος τοῦ μεγάλου βουνοῦ, ποὺ θὰ ἦταν ἴσως κάποτε ἡφαίστειο καὶ ἀπὸ τὴν κορφή του ἀνοίγεται ἁπλόχωρη μιὰ θέα, φανταχτερή, γύρω τριγύρω στὴ μεγάλη νησοσπαρμένη θάλασσα καὶ στὴ στεριὰ τὴ μακρινή, καὶ τὸ κάθε ὄνομα τοῦ κάθε τόπου εἶναι γνώριμο καὶ μουρμουρίζει γνωστὰ καὶ μαγεμένα λόγια καὶ τραγουδεῖ γνωστοὺς καὶ μυστηριώδικους παλιοὺς σκοπούς, Αἰγαῖο, Θράκη, Σαμοθράκη, Ροδόπη, Πελασγοί, Ἕλληνες, Ὀρφέας, Κάβειροι, Ποσειδώνας - στὸ νησὶ μὲ τὴν Παλιάπολη, ποὺ βρῆκαν τὴν πάγκαλη, πολύτιμη Νίκη, κουτσουρεμένη ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ βάρβαρα, καὶ τὴν ἅρπαξαν ξένοι στὰ ξένα κι εὑρῆκαν τὰ θέμελα πεσμένων ναῶν καὶ τοίχους, τείχη πελασγικά, Ἑλληνικὰ καὶ ρωμαϊκὰ καὶ τοίχους βυζαντινοὺς καὶ πύργους βυζαντινοὺς καὶ γενοβέζικους, - στὸ νησὶ ὅλων τῶν καιρῶν, ἀπὸ τότε ποὺ ἡφαίστειο ξεπρόβαλε ἀπὸ τὸ πέλαγο καὶ ὑψώθηκε μονομιᾶς κατὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ἔσβησε καὶ σωριάστηκε καὶ πετρώθηκε, μὴ μπορώντας ψηλότερα νὰ ἀνεβεῖ, κι ἔγινε γῆς πλούσια ἀπὸ μέταλλα, βρύσες ζεστὲς καὶ κρύες, κατάμαυρες σπηλιές, κακοτοπιὲς καὶ βράχια καὶ πλούσια ἀπὸ φυτά, φυτρώνοντας ἄθελα στὸ πλούσιο χῶμα, καὶ γέννησε τ᾿ ἀγριοκάτσικα, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς Καβείρους, ποὺ παίζανε μυστικὰ μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὶς θαλασσοφουρτοῦνες καὶ ἔπλασαν μιὰ θρησκεία - στὸ νησί, ποὺ ἔρχονταν ἀπ᾿ ὅλες τὶς πολιτεῖες Ἕλληνες νὰ μυηθοῦν στὰ μυστήρια τῶν μεγάλων θεῶν νὰ μάθουν καὶ αὐτοί, οἱ λαχταρισμένοι, οἱ ποθοπλανταγμένοι, νὰ μάθουν ἐκεῖνα ποὺ ποθούσαν νὰ μάθουν, τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὸ τέλος, οἱ διψασμένοι, οἱ τρελοί οἱ Ἕλληνες, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι θεοί, γιατὶ κατέβασαν τοὺς θεοὺς στὴ γῆ καὶ τοὺς ἔκαμαν ὅμοιους μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ ὕστερα κουράστηκαν κι αὐτοὶ καὶ ἦρθαν ἄλλοι νὰ προσκυνήσουν τοὺς προστάτες θεούς, ποὺ τοὺς παραστέκονταν στὰ πολιτικά τους καμώματα, καὶ ὕστερα ἀπόστασαν καὶ οἱ μεγάλοι θεοὶ οἱ ἴδιοι καὶ χύμηξαν τὰ κύματα τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοὺς σάρωσαν καὶ μπῆκαν στὴ θέση τους ἅγιοι μὲ εἰκόνες καὶ ξεφύτρωσαν χίλιες ἐκκλησίες καὶ παρεκκλήσια στὸ νησὶ καὶ γέμισε ἡ πολιτεία καὶ οἱ ἐρημιὲς ἀπὸ ἐκκλησιές, ξωκλήσια καὶ ρημοκλήσια καὶ ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς αὐτὲς μοναχὰ ἐννιακόσιες ἐννενήντα ἐννιὰ βρίσκονται καὶ ἡ χιλιοστὴ ἀκόμα νὰ βρεθεῖ μὲ τοὺς ἀρίφνητους κρυμμένους θησαυρούς της, - στὸ νησί, ποὺ εἶδε κι αὐτὸ τοὺς Ρωμαίους νὰ γίνονται Βυζαντινοὶ καὶ τοὺς Φράγκους ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς νὰ τὸ ἀρπάζουν καὶ τοὺς διψοαίματους Τούρκους νὰ τὸ παίρνουν ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀκόμα καὶ τώρα τὸ ὁρίζουν, - στὸ νησί, ποὺ μ᾿ ἕναν ψευτοσηκωμὸ κατεπάνω στοὺς τυράννους βοήθησε κι αὐτὸ νὰ γίνει ἡ τωρινὴ Ἑλλάδα, γιατὶ ἂν δὲν εἶχε κουνηθεῖ κι αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνας σηκωμὸς καὶ χαλασμὸς λιγότερος γιὰ νὰ συγκινήσει τὴ φιλελληνικὴ Εὐρώπη, - στὸ νησὶ αὐτό, ποὺ εἶδε σφαγὲς καὶ χαλασμοὺς καὶ πειρατὲς καὶ καταχτητὲς καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους νὰ περνοδιαβαίνουν καὶ εἶδε καὶ ἔζησε τὴν ἱστορία ὅλη ἑνὸς ἔθνους, - στὸ νησὶ αὐτό, ποὺ στὴν ἄπειρη ἡσυχία του σὰ νὰ ἀκούγεται τώρα ή αἰωνιότητα νὰ περνᾶ, - στὸ τιμημένο αὐτὸ νησὶ μποροῦσα νὰ εἶχα γεννηθεῖ κι ἐγώ, ἀφοῦ τὸ κατοικοῦν ἄνθρωποι τῆς φυλῆς μου.»