Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο,
είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή·
ο γιος του Βελή
με την ακατανόητη μελαγχολία.
Κάθομαι στο Ρούμελι, στην ακτή,
και μουρμουρίζω ένα τραγούδι:
«Οι μαρμαρένιοι λόφοι της Ινσταμπούλ,
βαραίνουν το κεφάλι μου, αχ, οι γλάροι·
δάκρυα, δάκρυα καυτά για την πατρίδα
πλημμυρίζουν τα μάτια μου·
Έντα, πεπρωμένο μου,
γεμάτη-άδεια, είσαι πάντα
η αλμυρή πηγή
των δακρύων μου.
Στο κέντρο της Ινσταμπούλ άνοιξαν κινηματογράφοι·
η μητέρα δεν θα μάθει ποτέ για την εξορία μου.
Άλλοι φιλιούνται,
συζητούν
και κάνουν έρωτα·
σημαίνει κάτι αυτό για μένα;
Αγάπη μου,
τρέλα μου,
αχ, εσύ, βουβωνικέ ποταμέ μου».
Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο,
είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή·
ο γιος του Βελή
με την ακατανόητη μελαγχολία.