Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Μία "Τραγουδίστη Εφημερίδα" από το Ηράκλειο Κρήτης (1980)


 Έξω οι βάσεις του θανάτου Αμερικανών και ΝΑΤΟ.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Καραμανλήδικες εφημερίδες: "Ανατολή"

Η "Ανατολή" εκδόθηκε στις 7/19 Αυγούστου 1851. Η κυκλοφορία της διεκόπει κατά το έτος 1912. Ως υπότιτλο της είχε "Anadolu Rumlarının Tercüman-ı Efkar-ı", δηλαδή Μεταφραστής των απόψεων των Ρωμιών της Ανατολής (1912). Προνομιούχος ήταν ο Θεαγένης Ε. Μισαηλίδης (1903-1907). Ως ιδρυτής αναφερόταν ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης (1903-1907). Ως διευθυντές οι αφοι Μισαηλίδαι. Η εφημερίδα τυπωνόταν στα γραφεία της Σεδάι Μιλλέτ (1912).
Η εκδοτική και δημοσιογραφική πορεία του Ευαγγελινού Μισαηλίδη είναι ιδιαίτερα αξιόλογη, ορισμένοι τον έχουν χαρακτηρίσει και ως τον Κοραή των Τουρκοφώνων Ελλήνων, καθώς εργάστηκε σκληρά για την αναβίωση και την συντήρηση των τουρκόφωνων πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας. Οι πληροφορίες και ο παιδαγωγικός τους χαρακτήρας ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες για όσους αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απένειμε το βραβείο του "Δασκάλου του Γένους". Παρόμοια βραβεία εξέλαβε ακόμη από το Ελληνικό Κράτος, αλλά και από το Οθωμανικό κατά το έτος 1886.

Η ¨Σαμοθράκη¨ του Ιώνα Δραγούμη (1909) - (απόσπασμα)

«[...] Τὸ νησὶ μὲ τοὺς γκρεμοὺς καὶ τὰ μεγάλα μυτερὰ βράχια, τὰ βουνὰ τὰ ἀπάτητα, τά ἄγρια κατατόπια, τὶς ἔρημες ἀκρογιαλιές, τὶς σπηλιές, τὶς βαθιὲς ρεματαριές, τὶς κακὲς πλαγιὲς καὶ ράχες, τὰ γίδια καὶ τὰ ἀγριοκάτσικα πηδώντας στὰ κατσάβραχα, τὰ ἀγριεμένα ἄλογα καὶ δέντρα, τοὺς σκλάβους ἀνθρώπους, τὸ ψῆλος τοῦ μεγάλου βουνοῦ, ποὺ θὰ ἦταν ἴσως κάποτε ἡφαίστειο καὶ ἀπὸ τὴν κορφή του ἀνοίγεται ἁπλόχωρη μιὰ θέα, φανταχτερή, γύρω τριγύρω στὴ μεγάλη νησοσπαρμένη θάλασσα καὶ στὴ στεριὰ τὴ μακρινή, καὶ τὸ κάθε ὄνομα τοῦ κάθε τόπου εἶναι γνώριμο καὶ μουρμουρίζει γνωστὰ καὶ μαγεμένα λόγια καὶ τραγουδεῖ γνωστοὺς καὶ μυστηριώδικους παλιοὺς σκοπούς, Αἰγαῖο, Θράκη, Σαμοθράκη, Ροδόπη, Πελασγοί, Ἕλληνες, Ὀρφέας, Κάβειροι, Ποσειδώνας - στὸ νησὶ μὲ τὴν Παλιάπολη, ποὺ βρῆκαν τὴν πάγκαλη, πολύτιμη Νίκη, κουτσουρεμένη ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ βάρβαρα, καὶ τὴν ἅρπαξαν ξένοι στὰ ξένα κι εὑρῆκαν τὰ θέμελα πεσμένων ναῶν καὶ τοίχους, τείχη πελασγικά, Ἑλληνικὰ καὶ ρωμαϊκὰ καὶ τοίχους βυζαντινοὺς καὶ πύργους βυζαντινοὺς καὶ γενοβέζικους, - στὸ νησὶ ὅλων τῶν καιρῶν, ἀπὸ τότε ποὺ ἡφαίστειο ξεπρόβαλε ἀπὸ τὸ πέλαγο καὶ ὑψώθηκε μονομιᾶς κατὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ἔσβησε καὶ σωριάστηκε καὶ πετρώθηκε, μὴ μπορώντας ψηλότερα νὰ ἀνεβεῖ, κι ἔγινε γῆς πλούσια ἀπὸ μέταλλα, βρύσες ζεστὲς καὶ κρύες, κατάμαυρες σπηλιές, κακοτοπιὲς καὶ βράχια καὶ πλούσια ἀπὸ φυτά, φυτρώνοντας ἄθελα στὸ πλούσιο χῶμα, καὶ γέννησε τ᾿ ἀγριοκάτσικα, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς Καβείρους, ποὺ παίζανε μυστικὰ μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὶς θαλασσοφουρτοῦνες καὶ ἔπλασαν μιὰ θρησκεία - στὸ νησί, ποὺ ἔρχονταν ἀπ᾿ ὅλες τὶς πολιτεῖες Ἕλληνες νὰ μυηθοῦν στὰ μυστήρια τῶν μεγάλων θεῶν νὰ μάθουν καὶ αὐτοί, οἱ λαχταρισμένοι, οἱ ποθοπλανταγμένοι, νὰ μάθουν ἐκεῖνα ποὺ ποθούσαν νὰ μάθουν, τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὸ τέλος, οἱ διψασμένοι, οἱ τρελοί οἱ Ἕλληνες, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι θεοί, γιατὶ κατέβασαν τοὺς θεοὺς στὴ γῆ καὶ τοὺς ἔκαμαν ὅμοιους μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ ὕστερα κουράστηκαν κι αὐτοὶ καὶ ἦρθαν ἄλλοι νὰ προσκυνήσουν τοὺς προστάτες θεούς, ποὺ τοὺς παραστέκονταν στὰ πολιτικά τους καμώματα, καὶ ὕστερα ἀπόστασαν καὶ οἱ μεγάλοι θεοὶ οἱ ἴδιοι καὶ χύμηξαν τὰ κύματα τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοὺς σάρωσαν καὶ μπῆκαν στὴ θέση τους ἅγιοι μὲ εἰκόνες καὶ ξεφύτρωσαν χίλιες ἐκκλησίες καὶ παρεκκλήσια στὸ νησὶ καὶ γέμισε ἡ πολιτεία καὶ οἱ ἐρημιὲς ἀπὸ ἐκκλησιές, ξωκλήσια καὶ ρημοκλήσια καὶ ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς αὐτὲς μοναχὰ ἐννιακόσιες ἐννενήντα ἐννιὰ βρίσκονται καὶ ἡ χιλιοστὴ ἀκόμα νὰ βρεθεῖ μὲ τοὺς ἀρίφνητους κρυμμένους θησαυρούς της, - στὸ νησί, ποὺ εἶδε κι αὐτὸ τοὺς Ρωμαίους νὰ γίνονται Βυζαντινοὶ καὶ τοὺς Φράγκους ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς νὰ τὸ ἀρπάζουν καὶ τοὺς διψοαίματους Τούρκους νὰ τὸ παίρνουν ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀκόμα καὶ τώρα τὸ ὁρίζουν, - στὸ νησί, ποὺ μ᾿ ἕναν ψευτοσηκωμὸ κατεπάνω στοὺς τυράννους βοήθησε κι αὐτὸ νὰ γίνει ἡ τωρινὴ Ἑλλάδα, γιατὶ ἂν δὲν εἶχε κουνηθεῖ κι αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνας σηκωμὸς καὶ χαλασμὸς λιγότερος γιὰ νὰ συγκινήσει τὴ φιλελληνικὴ Εὐρώπη, - στὸ νησὶ αὐτό, ποὺ εἶδε σφαγὲς καὶ χαλασμοὺς καὶ πειρατὲς καὶ καταχτητὲς καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους νὰ περνοδιαβαίνουν καὶ εἶδε καὶ ἔζησε τὴν ἱστορία ὅλη ἑνὸς ἔθνους, - στὸ νησὶ αὐτό, ποὺ στὴν ἄπειρη ἡσυχία του σὰ νὰ ἀκούγεται τώρα ή αἰωνιότητα νὰ περνᾶ, - στὸ τιμημένο αὐτὸ νησὶ μποροῦσα νὰ εἶχα γεννηθεῖ κι ἐγώ, ἀφοῦ τὸ κατοικοῦν ἄνθρωποι τῆς φυλῆς μου.»

Ο Ίων Δραγούμης γράφει στο ημερολόγιο του (1919)

«Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός σοσιαλιστής. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός πατριώτης. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να νοιώσω τον εαυτό μου άτομο. Από άνθρωπος μιας τάξης με ορισμένα συμφέροντα τάξης, γίνομαι σοσιαλιστής με την πλατιά έννοια, και θέλω μια καινούρια οικονομία της κοινωνίας μου και των άλλων κοινωνιών. Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος.»

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο - Nazim Hikmet (Απρίλιος 1952)

Ἔχω πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ θανατικὴ καταδίκη.

Από αυτόγραφο του Ναζίμ Χικμέτ στο Βερολίνο (10/08/1951)

Φίλοι κι ἀδέλφια τῆς ψυχῆς μου. Ἐσεῖς ποὺ πέσατε στὶς φυλακὲς καὶ στὰ νησιὰ τῆς κόλασης, ποὺ σᾶς κρατᾶν ἁλυσωμένους μὲς στὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατὶ πολεμᾶτε γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία, τὸ ψωμὶ καὶ τὴ λευτεριὰ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, δεχτεῖτε τὴν ἀγάπη καὶ τὸν θαυμασμό μου.
Οἱ λαοὶ τῆς Τουρκίας καὶ τῆς Ἑλλάδας ἔχουνε τοὺς ἴδιους θανάσιμα μισητοὺς ἐχθρούς: τὸν ἀγγλοαμερικάνικο ἰμπεριαλισμὸ καὶ τοὺς ντόπιους λακέδες του.
Οἱ λαοὶ τῆς Τουρκίας καὶ τῆς Ἑλλάδας, φιλιωμένοι ὁ ἕνας με τὸν ἄλλο, μὲ τὴ βοήθεια τῶν φιλειρηνικῶν λαῶν ὅλου τοῦ κόσμου, θὰ τσακίσουνε στὸ τέλος αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς τους. Αὐτὸ τὸ πιστεύω. Ὁ δικός σας ἔνδοξος ἀγώνας εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρὲς ἀποδείξεις ὅτι θὰ νικήσει ἡ ὑπόθεση τῆς εἰρήνης, τοῦ ψωμιοῦ καὶ τῆς λευτεριᾶς. 
 
Σᾶς σφίγγω ὅλους μ᾿ ἀγάπη στὴν ἀγκαλιά μου.
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Η Θράκη βρίσκεται αντιμέτωπη με τα πυρά σατυρικών εντύπων

Η γελοιογραφιική εφημερίδα του γνωστού σε όλους Θεόδωρου Κασάπη σατυρίζει τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Θράκης, Ιάλεμο - Γαβριηλίδη - Π.Θωμά, " Ιάλεμος έχοντα δεδεμένας ανδρικάς πλαγγόνας - τους θαυμάζοντες αυτόν κουφούς και τους εν τη Θράκη συνεργάτας". Μία άλλη σατυρική εφημερίδα της πρωτεύουσας, "Ο Μώμος" αναφερόμενος στον Δημήτριο Νικολαίδη γράφει, "Κούκλαν εξημερωθείσαν έχω λαμπαδοχυτήν' του Νικολαίδου Δέλτα το ανδρείκελον σας δίνω' τι νευρόσπαστον! Για μια συνδρομή σας τον αφήνω. Έχει εις το παζαρεύειν ικαανότητα φρικτήν!"

εφημερίδα Κωνσταντινούπολις - Θράκη - Αυγή

Η Κωνσταντινούπολις υπήρξε μια από τις μακροβιότερες εφημερίδες της Πόλης (1867-1905). Από το 1873 μετονομάτηκε σε Θράκη και από τις 6 Ιουλίου 1880 μέχρι τις 28 Ιουνίου/ 10 Ιουλίου 1884, σε Αυγή.
Ως ιδρυτής, ιδιοκτήτης και εκδότης εμφανίζεται ο Δημήτριος Ν. Νικολαίδης από την Κέα. Ξεκινησε να αρθογραφεί στον Ανατολικό Αστήρ, των διδασκάλων της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η εκδοτική του καριέρα ξεκίνησε ωστόσο αργότερα με την έκδοση του περιοδικού Επτάλοφος.
Ο Νικολαίδης υπήρξε ακόμη διευθυντής και εκδότης της τουρκικής καθημερινής εφημερίδας Servet (δηλαδή Πλούτος, Περιουσία) που εκδόθηκε στην Πόλη το 1888 και κυκλοφόρησε έως το 1908.
Ο Μανουήλ Γεδεών μας πληροφορεί ότι το 1868-9, ο Νικολαίδης με το Χριστόφορο Σαμαρτζίδη και "τινός αγύρτου" θέλησαν να εκδόσουν την γαλλική έκδοση του Φάρου του Βοσπόρου, ζήτησαν ακόμη και την υποστήριξη του στρατηγού και πρεσβευτή της Ρωσίας Ιγνάτιεφ, προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Κωνσταντινούπολις ήταν ημερήσια (1869-1872), έγινε τρισεβδομαδιαία (εκδιδόμενη κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή) (1884-1872), και ξαναγίνεται ημερήσια (1899-1906). Το σχήμα της ήταν 2ο μέγεθος (620Χ470 mm.) και αποτελούνταν από δύο και άλλοτε από τέσσερις σελίδες. Κατά το έτος 1869-75 τιμάται 40 γρόσια και έπειτα μειώνεται στα 30 γρόσια (1876).
Διευθυντής μαζί με τον Δημήτριο Νικολαίδη ήταν και ο Αθανάσιος Νικολαίδης. Εκδότες και συντάκτες ήταν οι Δημήτριος Νικολαίδης, Ιπποκράτης Ταυλάριος, Βλάσης Γαβριηλίδης (μέχρι το 1877, οπότε και απελάθη), Αθανάσιος Νικολαίδης, Οδυσσέας Ιάλεμος (αρχισυντάκτης το 1872-4).
Σε αυτό που θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή ειναι ο υπότιτλος της εφημερίδας, ως η "Εφημερίς των Λαών της Ανατολής". Ο υπότιτλος μαρτυρεί πολλά για τη θέση που η εφημερίδα επιδιώκει να έχει στα κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα. Είναι αν μη τι άλλο, αντιπροσωπευτικός της ιδεολογικής απόψεως του Δ. Νικολαίδη για την ενότητα που επιθυμούσε μεταξύ των λαών της Ανατολής. Η προσπάθεια ενοποίησης των υπηκόων της αυτοκρατορίας, τον έβρισκε σύμφωνο, αλλά δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα κατά πόσο πίστευε στην επιτυχία αυτής της δύσκολης αποστολής.

Orhan Veli - Kurt

Σκουλήκι
Τώρα πια κι η όψη η δικιά μου κίτρινη
η φλέβα δεν κυκλοφορεί το αίμα μου
σε καμιά ακτή δεν με βγάζουν
της Σεχραζάτ τα παραμύθια

Δεν καταλαβαίνω απʼ τη γλώσσα, πια
της ομορφιάς που αγκαλιάζει τη νύχτα
το μέσα μου βαθύ, τυφλό πηγάδι
δεν περιμένει τίποτε, από μένα, πια

να σωπάσω θέλω, να σωπάσω σήμερα
να σωπάσω, χωρίς καθόλου αγωνία
ένα μεγάλο πουλί κατεβαίνει απ τον ουρανό.
Σιγή κείνο που βλέπεις να κατεβαίνει

Η μουριά στη μέση του κήπου μου
δεν ταϊζει πια τους μεταξοσκώληκες.
Στο κεφάλι μου προσγειώθηκε η αιώνια σιγή.
Η μέρα δε θέλει να ξαναγεννηθεί

Αν κι έχω γίνει κώλος και βρακί με το πουλί
υπάρχει ένα σκουλήκι που τρώει το μυαλό μου.
Θέλω να καταλάβω τι κάνει.
Το πανί, όταν ταδειάζει ο αέρας.

Orhan Veli - Η σημαία

Σύντροφε, κείτεσαι άψυχος

στο πεδίο της μάχης.

Oι παλάμες σου γεμάτες με το αίμα μου·

το κεφάλι σου σφηνωμένο κάτω απ’ το σώμα μου·

το πόδι σου πάνω στο χέρι μου.

Δεν ξέρω τ’ όνομά σου

ή το κρίμα σου.

Ίσως ανήκουμε στον ίδιο στρατό.

Ίσως είμαστε αντίπαλοι.

Ίσως μ’ έχεις ακουστά:

είμαι αυτός που τραγουδάει στην Iστανμπούλ,

αυτός που πυροβόλησαν στο Aμβούργο,

αυτός που τραυματίστηκε θανάσιμα στη Γραμμή Mαζινό,

αυτός που πέθανε από λοιμό στην Aθήνα

και πιάστηκε αιχμάλωτος στη Σιγκαπούρη.

Δεν όρισα εγώ το πεπρωμένο μου.


Kι όμως, γνωρίζω εξίσου καλά

μ’ εσάς που το ορίσατε για μένα,

τη γεύση του παγωτού φράουλα,

την ευχαρίστηση που δίνει η τζαζ,

την αίγλη και το μεγαλείο της δόξας.

Ξέρω: λατρεύετε τα δώρα της ζωής –

όχι το τσάι και το ροκφόρ,

όχι το γούνινο ζεστό παλτό.

Tι θα λέγατε για αγκινάρες με σως βινεγκρέτ

και φτερούγες πέρδικας με κρέμα γάλακτος;

Για ένα ποτήρι Black&White

και τον βασιλικό μανδύα;


Bλέπετε, ο μόχθος είκοσι ετών

επιβραβεύεται με μία σφαίρα.

Aυτό σημαίνει μοίρα για εσάς:

να ξαναρχίσετε απ’ το Xάρκοβο.

Πάει καλά.

Eμείς φέραμε ως εδώ τη σημαία·

άλλοι θα την πάνε πιο πέρα.

Στο κάτω κάτω,

είμαστε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι

και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας.

Orhan Veli - Το τραγούδι της Ιστάνμπουλ

Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο,
είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή·
ο γιος του Βελή
με την ακατανόητη μελαγχολία.
Κάθομαι στο Ρούμελι, στην ακτή,
και μουρμουρίζω ένα τραγούδι:

«Οι μαρμαρένιοι λόφοι της Ινσταμπούλ,
βαραίνουν το κεφάλι μου, αχ, οι γλάροι
·
δάκρυα, δάκρυα καυτά για την πατρίδα
πλημμυρίζουν τα μάτια μου
·
Έντα, πεπρωμένο μου,
γεμάτη-άδεια, είσαι πάντα
η αλμυρή πηγή
των δακρύων μου.

Στο κέντρο της Ινσταμπούλ άνοιξαν κινηματογράφοι
·
η μητέρα δεν θα μάθει ποτέ για την εξορία μου.
Άλλοι φιλιούνται,
συζητούν
και κάνουν έρωτα
·
σημαίνει κάτι αυτό για μένα;
Αγάπη μου,
τρέλα μου,
αχ, εσύ, βουβωνικέ ποταμέ μου».

Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο,
είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή·
ο γιος του Βελή
με την ακατανόητη μελαγχολία.