Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Μία "Τραγουδίστη Εφημερίδα" από το Ηράκλειο Κρήτης (1980)
Έξω οι βάσεις του θανάτου Αμερικανών και ΝΑΤΟ.
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
Καραμανλήδικες εφημερίδες: "Ανατολή"
Η ¨Σαμοθράκη¨ του Ιώνα Δραγούμη (1909) - (απόσπασμα)
Ο Ίων Δραγούμης γράφει στο ημερολόγιο του (1919)
Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010
Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο - Nazim Hikmet (Απρίλιος 1952)
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ θανατικὴ καταδίκη.
Από αυτόγραφο του Ναζίμ Χικμέτ στο Βερολίνο (10/08/1951)
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010
Η Θράκη βρίσκεται αντιμέτωπη με τα πυρά σατυρικών εντύπων
εφημερίδα Κωνσταντινούπολις - Θράκη - Αυγή
Διευθυντής μαζί με τον Δημήτριο Νικολαίδη ήταν και ο Αθανάσιος Νικολαίδης. Εκδότες και συντάκτες ήταν οι Δημήτριος Νικολαίδης, Ιπποκράτης Ταυλάριος, Βλάσης Γαβριηλίδης (μέχρι το 1877, οπότε και απελάθη), Αθανάσιος Νικολαίδης, Οδυσσέας Ιάλεμος (αρχισυντάκτης το 1872-4).
Σε αυτό που θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή ειναι ο υπότιτλος της εφημερίδας, ως η "Εφημερίς των Λαών της Ανατολής". Ο υπότιτλος μαρτυρεί πολλά για τη θέση που η εφημερίδα επιδιώκει να έχει στα κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα. Είναι αν μη τι άλλο, αντιπροσωπευτικός της ιδεολογικής απόψεως του Δ. Νικολαίδη για την ενότητα που επιθυμούσε μεταξύ των λαών της Ανατολής. Η προσπάθεια ενοποίησης των υπηκόων της αυτοκρατορίας, τον έβρισκε σύμφωνο, αλλά δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα κατά πόσο πίστευε στην επιτυχία αυτής της δύσκολης αποστολής.
Orhan Veli - Kurt
Σκουλήκι
Τώρα πια κι η όψη η δικιά μου κίτρινη
η φλέβα δεν κυκλοφορεί το αίμα μου
σε καμιά ακτή δεν με βγάζουν
της Σεχραζάτ τα παραμύθια
Δεν καταλαβαίνω απʼ τη γλώσσα, πια
της ομορφιάς που αγκαλιάζει τη νύχτα
το μέσα μου βαθύ, τυφλό πηγάδι
δεν περιμένει τίποτε, από μένα, πια
να σωπάσω θέλω, να σωπάσω σήμερα
να σωπάσω, χωρίς καθόλου αγωνία
ένα μεγάλο πουλί κατεβαίνει απ τον ουρανό.
Σιγή κείνο που βλέπεις να κατεβαίνει
Η μουριά στη μέση του κήπου μου
δεν ταϊζει πια τους μεταξοσκώληκες.
Στο κεφάλι μου προσγειώθηκε η αιώνια σιγή.
Η μέρα δε θέλει να ξαναγεννηθεί
Αν κι έχω γίνει κώλος και βρακί με το πουλί
υπάρχει ένα σκουλήκι που τρώει το μυαλό μου.
Θέλω να καταλάβω τι κάνει.
Το πανί, όταν ταδειάζει ο αέρας.
Orhan Veli - Η σημαία
Σύντροφε, κείτεσαι άψυχος
στο πεδίο της μάχης.
Oι παλάμες σου γεμάτες με το αίμα μου·
το κεφάλι σου σφηνωμένο κάτω απ’ το σώμα μου·
το πόδι σου πάνω στο χέρι μου.
Δεν ξέρω τ’ όνομά σου
ή το κρίμα σου.
Ίσως ανήκουμε στον ίδιο στρατό.
Ίσως είμαστε αντίπαλοι.
Ίσως μ’ έχεις ακουστά:
είμαι αυτός που τραγουδάει στην Iστανμπούλ,
αυτός που πυροβόλησαν στο Aμβούργο,
αυτός που τραυματίστηκε θανάσιμα στη Γραμμή Mαζινό,
αυτός που πέθανε από λοιμό στην Aθήνα
και πιάστηκε αιχμάλωτος στη Σιγκαπούρη.
Δεν όρισα εγώ το πεπρωμένο μου.
Kι όμως, γνωρίζω εξίσου καλά
μ’ εσάς που το ορίσατε για μένα,
τη γεύση του παγωτού φράουλα,
την ευχαρίστηση που δίνει η τζαζ,
την αίγλη και το μεγαλείο της δόξας.
Ξέρω: λατρεύετε τα δώρα της ζωής –
όχι το τσάι και το ροκφόρ,
όχι το γούνινο ζεστό παλτό.
Tι θα λέγατε για αγκινάρες με σως βινεγκρέτ
και φτερούγες πέρδικας με κρέμα γάλακτος;
Για ένα ποτήρι Black&White
και τον βασιλικό μανδύα;
Bλέπετε, ο μόχθος είκοσι ετών
επιβραβεύεται με μία σφαίρα.
Aυτό σημαίνει μοίρα για εσάς:
να ξαναρχίσετε απ’ το Xάρκοβο.
Πάει καλά.
Eμείς φέραμε ως εδώ τη σημαία·
άλλοι θα την πάνε πιο πέρα.
Στο κάτω κάτω,
είμαστε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι
και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας.
Orhan Veli - Το τραγούδι της Ιστάνμπουλ
είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή·
ο γιος του Βελή
με την ακατανόητη μελαγχολία.
Κάθομαι στο Ρούμελι, στην ακτή,
και μουρμουρίζω ένα τραγούδι:
«Οι μαρμαρένιοι λόφοι της Ινσταμπούλ,
βαραίνουν το κεφάλι μου, αχ, οι γλάροι·
δάκρυα, δάκρυα καυτά για την πατρίδα
πλημμυρίζουν τα μάτια μου·
Έντα, πεπρωμένο μου,
γεμάτη-άδεια, είσαι πάντα
η αλμυρή πηγή
των δακρύων μου.
Στο κέντρο της Ινσταμπούλ άνοιξαν κινηματογράφοι·
η μητέρα δεν θα μάθει ποτέ για την εξορία μου.
Άλλοι φιλιούνται,
συζητούν
και κάνουν έρωτα·
σημαίνει κάτι αυτό για μένα;
Αγάπη μου,
τρέλα μου,
αχ, εσύ, βουβωνικέ ποταμέ μου».
Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο,
είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή·
ο γιος του Βελή
με την ακατανόητη μελαγχολία.