
Έξω οι βάσεις του θανάτου Αμερικανών και ΝΑΤΟ.
Σκουλήκι
Τώρα πια κι η όψη η δικιά μου κίτρινη
η φλέβα δεν κυκλοφορεί το αίμα μου
σε καμιά ακτή δεν με βγάζουν
της Σεχραζάτ τα παραμύθια
Δεν καταλαβαίνω απʼ τη γλώσσα, πια
της ομορφιάς που αγκαλιάζει τη νύχτα
το μέσα μου βαθύ, τυφλό πηγάδι
δεν περιμένει τίποτε, από μένα, πια
να σωπάσω θέλω, να σωπάσω σήμερα
να σωπάσω, χωρίς καθόλου αγωνία
ένα μεγάλο πουλί κατεβαίνει απ τον ουρανό.
Σιγή κείνο που βλέπεις να κατεβαίνει
Η μουριά στη μέση του κήπου μου
δεν ταϊζει πια τους μεταξοσκώληκες.
Στο κεφάλι μου προσγειώθηκε η αιώνια σιγή.
Η μέρα δε θέλει να ξαναγεννηθεί
Αν κι έχω γίνει κώλος και βρακί με το πουλί
υπάρχει ένα σκουλήκι που τρώει το μυαλό μου.
Θέλω να καταλάβω τι κάνει.
Το πανί, όταν ταδειάζει ο αέρας.
Σύντροφε, κείτεσαι άψυχος
στο πεδίο της μάχης.
Oι παλάμες σου γεμάτες με το αίμα μου·
το κεφάλι σου σφηνωμένο κάτω απ’ το σώμα μου·
το πόδι σου πάνω στο χέρι μου.
Δεν ξέρω τ’ όνομά σου
ή το κρίμα σου.
Ίσως ανήκουμε στον ίδιο στρατό.
Ίσως είμαστε αντίπαλοι.
Ίσως μ’ έχεις ακουστά:
είμαι αυτός που τραγουδάει στην Iστανμπούλ,
αυτός που πυροβόλησαν στο Aμβούργο,
αυτός που τραυματίστηκε θανάσιμα στη Γραμμή Mαζινό,
αυτός που πέθανε από λοιμό στην Aθήνα
και πιάστηκε αιχμάλωτος στη Σιγκαπούρη.
Δεν όρισα εγώ το πεπρωμένο μου.
Kι όμως, γνωρίζω εξίσου καλά
μ’ εσάς που το ορίσατε για μένα,
τη γεύση του παγωτού φράουλα,
την ευχαρίστηση που δίνει η τζαζ,
την αίγλη και το μεγαλείο της δόξας.
Ξέρω: λατρεύετε τα δώρα της ζωής –
όχι το τσάι και το ροκφόρ,
όχι το γούνινο ζεστό παλτό.
Tι θα λέγατε για αγκινάρες με σως βινεγκρέτ
και φτερούγες πέρδικας με κρέμα γάλακτος;
Για ένα ποτήρι Black&White
και τον βασιλικό μανδύα;
Bλέπετε, ο μόχθος είκοσι ετών
επιβραβεύεται με μία σφαίρα.
Aυτό σημαίνει μοίρα για εσάς:
να ξαναρχίσετε απ’ το Xάρκοβο.
Πάει καλά.
Eμείς φέραμε ως εδώ τη σημαία·
άλλοι θα την πάνε πιο πέρα.
Στο κάτω κάτω,
είμαστε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι
και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας.